-
1 ζωρός
ζωρός, όν,A pure, sheer, prop. of wine without water, like ἄκρᾱτος, ζ. μέθυ A.R.1.477;πόμα AP12.50
(Asclep.); πότος Hippoloch. ap. Ath.4.129d: abs., ζωρός (sc. οἶνος) AP6.105 (Apollonid.), etc.: [comp] Comp., ζωρότερον δὲ κέραιε mix the wine more pure, i.e. add less water, Il.9.203, cf. Arist.Po. 1461a14;κεράσας ζωρότερον 'Ομηρικῶς Ephipp.10
; so later- ότερον πίνειν Hdt.6.84
; and in the sense drink hard,ζ. πιεῖν Thphr.Char.4.6
, cf. Ael.VH13.4, Luc.Tim.54, etc.;πίνειν-οτέρῳ χρώμενον οἰνοχόῳ Antiph.149
; ζωρὸν δέπας a cup of sheer wine, AP11.28 (Marc. Arg.); ζωρὸν πέλαγος a sea of wine, ib.7.457.6 ([place name] Aristo); ζωρότερον κισσύβιον ib.5.288.4 (Agath.); of drugs, Luc. DMort.7.1, Nav.45;διδόναι τι ζωρότερον ἐσθίειν Hp.Nat.Mul.69
;- ότερον γάλα Ruf.Fr.118
: metaph.,ζωροτάτη μανίη AP7.30
(Antip. Sid.). (In Philum.Ven.2.3, 4.2 ζωρός is opp. ἄκρατος, and so perh. in Emp.35.15, but the reading is doubtful.)
См. также в других словарях:
ζωρός — ζωρός, όν (Α) 1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατος β) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία 2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος 3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek